- λυγμούς
- λυγμόςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναλύζω — ἀναλύζω (Α) 1. έχω λόξυγγα 2. κλαίω με λυγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + λύζω «έχω λόξυγγα, κλαίω με λυγμούς»] … Dictionary of Greek
λουκτουκιώ — και λουχτικιώ και λουχτοκιώ, άω κλαίω με λυγμούς («τη χώρα στρέφεται, θωρεί και λουχτουκιά η καρδιά του κατέχοντας πως βρίσκεται μες στη φλακή η κερά του», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λύζω «κλαίω με λυγμούς»] … Dictionary of Greek
αναλυγγιάζω — 1. κλαίω με λυγμούς 2. έχω δυσάρεστο αίσθημα στον οισοφάγο που προέρχεται από λιπαρό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + λυγγιάζω < αρχ. λύγξ, γγός «λόξυγγας»] … Dictionary of Greek
αποκλαίω — (AM ἀποκλαίω, Α κ. κλάω) σταματώ το κλάμα, παύω να κλαίω νεοελλ. θρηνώ κάποιον σαν να έχει ήδη πεθάνει αρχ. 1. κλαίω με λυγμούς, θρηνολογώ 2. θρηνώ κάποιον … Dictionary of Greek
κλαυθμώδης — κλαυθμώδης, ῶδες (Α) [κλαυθμός] αυτός που διακόπτεται σαν από λυγμούς, θρηνώδης («κλαυθμώδεις ἀναπνοαί», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… … Dictionary of Greek
λυγκαίνω — (Α) [λύγξ (II)] κλαίω με λυγμούς, ολολύζω … Dictionary of Greek
λυγμικός — ή, ό [λυγμός] λυγμώδης, αυτός που συνοδεύεται από λυγμούς, ολολυγμούς, αναφιλητά («λυγμικό κλάμα») … Dictionary of Greek
λυγμώδης — ες (Α λυγμώδης, ῶδες) [λυγμός] νεοελλ. αυτός που συνοδεύεται από λυγμούς, λυγμικός («λυγμώδης θρήνος») αρχ. αυτός που συνοδεύεται από λόξυγγα … Dictionary of Greek
λύγδην — (Α) (ποιητ. επίρρ.) με λυγμούς, με αναφιλητά, με αναστεναγμούς («τοιαῡτ ἐπ ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι λύγδην ἔκλαον πάντες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θ. λυγ (πρβλ. λύζω, λυγμός) + επιρρμ. κατάλ. δην (προβλ. κρύβ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek